κοίλο Αντώνυμα


Κοίλο Αντώνυμα Επίθετο μορφή

  • μεστή, πειστική, σημαντική.
  • πλήρη, σταθερή, ουσιαστική.

Κοίλο Αντώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • χτύπημα, προεξοχή, εξόγκωμα, πρήξιμο, ύψωμα, σπυράκι.

κοίλο Συνώνυμα