βυθισμένη Συνώνυμα


Βυθισμένη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • κατάθλιψη, κοίλο, κοίλη, κοίλα, με εσοχή, χαραγμένες, λακκάκι.
  • κάτω, υποδεέστερη, υποχωρώντας, χωνευτό, υποκείμενη, sub.
βυθισμένη Συνώνυμο συνδέσεις: κατάθλιψη, κοίλο, κάτω, υποδεέστερη,

βυθισμένη Αντώνυμα