καρυκεύματα Συνώνυμα


Καρυκεύματα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • έμπειρο, ώριμη, βετεράνος, γνωρίζοντας, εμπειρογνωμόνων, ώριμα, σκληρή, ξεπερασμένο, πληγωμένο, ασκείται, σημείο εθισμού, σκληρύνει, ύαλος σκληρυμένη διά βαφής.
καρυκεύματα Συνώνυμο συνδέσεις: έμπειρο, βετεράνος, γνωρίζοντας, σκληρή, ασκείται, σκληρύνει,

καρυκεύματα Αντώνυμα