έμπειρο Συνώνυμα


Έμπειρο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ωριμασμένο, ώριμη, ασκείται, τελικό, ολοκληρωμένος, εμπειρογνωμόνων, γνωρίζοντας, ξεπερασμένο, σκλήρυνση, αλατισμένο, εξελιγμένα, σοφός, εγκόσμια-σοφός, βετεράνος, πληγωμένο, ύαλος σκληρυμένη διά βαφής.
έμπειρο Συνώνυμο συνδέσεις: ασκείται, γνωρίζοντας, εξελιγμένα, σοφός, εγκόσμια-σοφός, βετεράνος,

έμπειρο Αντώνυμα