σκληρύνει Συνώνυμα


Σκληρύνει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • σκληρύνει, συνηθίζω, συνηθίσουν, habituate, συνεχίζεται ο εγκλιματισμός, συνηθίσει να, σεζόν, να μετριάσουμε, anneal, caseharden, ενίσχυση, πειθαρχία.
σκληρύνει Συνώνυμο συνδέσεις: σκληρύνει, anneal, ενίσχυση,

σκληρύνει Αντώνυμα