θα πήξει Συνώνυμα


Θα Πήξει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ξινό, πιο άθλια, envenom, αναζωπύρωση, disgruntle, τρίβω, ερεθίσει, πειράζω, vex, τσουκνίδα, προκαλούν, ενοχλήσει, σαπίζω.
  • πυκνώσει, παγώσει, πήζει, συνέρχομαι, σκληραίνουν, πηγμένο γάλα για τυρί, clabber, ζελέ, στερεοποιηθεί, σκληρύνει, που, πήξη, εδραίωση, συμπυκνώνονται.
θα πήξει Συνώνυμο συνδέσεις: envenom, αναζωπύρωση, ερεθίσει, πειράζω, τσουκνίδα, προκαλούν, σαπίζω, παγώσει, πήζει, συνέρχομαι, σκληραίνουν, clabber, ζελέ, στερεοποιηθεί, σκληρύνει, που, συμπυκνώνονται,

θα πήξει Αντώνυμα