διεγείρουν Συνώνυμα


Διεγείρουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αφυπνίσει, αφυπνίζω, ξύπνιος, αφύπνισης, ξεσηκώνουν, αναβιώσει, δραστηριοποιείται.
  • διεγείρει, αναζωπύρωση, υποκινούν, προκαλούν, τόνωση, ταράζουν, ξεσηκώνω, μαστίγιο, μετακίνηση, παρακινήσει, προτρεπτικό, σπίθα, υποκινήσει, πικάρω.
διεγείρουν Συνώνυμο συνδέσεις: αφυπνίζω, ξύπνιος, αναβιώσει, δραστηριοποιείται, διεγείρει, αναζωπύρωση, προκαλούν, τόνωση, ταράζουν, μαστίγιο, μετακίνηση, παρακινήσει, σπίθα, υποκινήσει,

διεγείρουν Αντώνυμα