διαφοροποίηση Συνώνυμα


Διαφοροποίηση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διαφορά.

Διαφοροποίηση Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ποικίλλουν, μίγμα, assort, ποικίλω, αλλαγή, τροποποιήσει, αλλάξει, διακλαδίζονται έξω.
  • σημάδι από, διακρίνει, ξεχωριστά, να ξεχωρίζει, διαθέσει, διακρίνουμε, χωρίζουν, ορίσει, κρίνουμε, χαρακτηρίζουν, ταξινόμηση, λύσουμε, assort.
διαφοροποίηση Συνώνυμο συνδέσεις: διαφορά, μίγμα, assort, ποικίλω, αλλαγή, διακλαδίζονται έξω, διακρίνει, διαθέσει, χωρίζουν, ορίσει, χαρακτηρίζουν, ταξινόμηση, assort,

διαφοροποίηση Αντώνυμα