δειλά Συνώνυμα


Δειλά Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • διστακτική, δειλή, αβέβαιο, ανήσυχος, σίγουροι, άτολμος, ντροπαλός, περιορισμένο, αμφίβολο, ανασφαλής, αμφιταλαντεύσεις, αμφίβολη, επισφαλής.
  • τρομαγμένος, δειλός, συρρίκνωση, ντροπαλός, νευρικό, άτολμος, συνταξιοδοτείται, μέτρια, αναποφάσιστος, θαρραλέα, ανήσυχος, γαλακτώδες.
  • υπό όρους, εξαρτάται, δίκη, ανεπιβεβαίωτες, δοκιμασίας, υποθετική, προτεινόμενη, αόριστο, χωρίς έλεγχο ταυτότητας, εξαρτημένοι, δυνατόν, αμφίβολος.
δειλά Συνώνυμο συνδέσεις: ανήσυχος, σίγουροι, άτολμος, ντροπαλός, ανασφαλής, αμφίβολη, επισφαλής, δειλός, ντροπαλός, νευρικό, άτολμος, μέτρια, αναποφάσιστος, θαρραλέα, ανήσυχος, γαλακτώδες, υπό όρους, δίκη, δοκιμασίας, αόριστο, δυνατόν,

δειλά Αντώνυμα