απολιθώ Συνώνυμα


Απολιθώ Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ακινητοποίηση, παραλύσει, transfix, ζαλίζω, dumbfound, spellbind, αναισθητοποίηση.
  • σκληρύνει, στερεοποιηθεί, indurate, σκληρύνομαι, fossilize, ορυκτοποιώ, που.
απολιθώ Συνώνυμο συνδέσεις: ακινητοποίηση, παραλύσει, transfix, ζαλίζω, dumbfound, spellbind, σκληρύνει, στερεοποιηθεί, indurate, που,

απολιθώ Αντώνυμα