αναπόφευκτη Συνώνυμα


Αναπόφευκτη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αναπόφευκτη, αδυσώπητη, unpreventable, fated, προορισμένο, προορισμένος, ανεξέλεγκτη, ορισμένες, σίγουρος.
  • αναπόφευκτη, προορισμένο, fated, προορισμένος, αδυσώπητη, αποφασιστική, προκαθορισμένα, σίγουρα, ορισμένες, ιδρύθηκε, χειροτονήθηκε, σταθερό, αμετάβλητη, αναλλοίωτα, αμετάβλητος.
αναπόφευκτη Συνώνυμο συνδέσεις: αναπόφευκτη, αδυσώπητη, ανεξέλεγκτη, σίγουρος, αναπόφευκτη, αδυσώπητη, αποφασιστική, σίγουρα, σταθερό, αμετάβλητη, αναλλοίωτα, αμετάβλητος,

αναπόφευκτη Αντώνυμα