αναίρεση Συνώνυμα


Αναίρεση Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • καταστροφή, ντροπή, πτώση, χτύπημα, θλίψη, κακοτυχία, παθεῖν, ήττα, αποτυχία, συμφορά, comeuppance.

Αναίρεση Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αντίστροφη, να ακυρώσει, ακυρώσει, ακυρώνει, βέτο, αντιστάθμιση, εξουδετερώσει, ματαιώσει, ρεζιλεύω, καταργεί, ανακτήσεως.
  • λύω.
αναίρεση Συνώνυμο συνδέσεις: καταστροφή, ντροπή, πτώση, χτύπημα, θλίψη, κακοτυχία, παθεῖν, ήττα, αποτυχία, συμφορά, αντίστροφη, να ακυρώσει, ακυρώσει, ακυρώνει, βέτο, εξουδετερώσει, ματαιώσει, ρεζιλεύω, καταργεί, λύω,

αναίρεση Αντώνυμα