άλσος Συνώνυμα


Άλσος Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ξύλο, αλσύλλιο, δε η φύτευση πρεμνοφυών, άλσος, spinney, θαμνώδη περιοχή, bosk, woodlot, φυτεία, συγκεκαλυμμένη, οπωρώνα.
  • χαμόκλαδα, θαμνώδη περιοχή, bosket, αλσύλλιο, βούρτσα, μπους, bosk, αμοιβαία, χαμηλή βλάστηση, συγκεκαλυμμένη, φρένο, ξύλο, άλσος.
άλσος Συνώνυμο συνδέσεις: αλσύλλιο, άλσος, θαμνώδη περιοχή, συγκεκαλυμμένη, θαμνώδη περιοχή, αλσύλλιο, βούρτσα, αμοιβαία, συγκεκαλυμμένη, φρένο, άλσος,