αλσύλλιο Συνώνυμα


Αλσύλλιο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • άλσος, θάμνοι, θάμνοι ξύλο, βούρτσα, φρύγανα, συγκεκαλυμμένη, ξύλινη, στάση.
αλσύλλιο Συνώνυμο συνδέσεις: άλσος, βούρτσα, συγκεκαλυμμένη, στάση,