Σπασμωδικές Συνώνυμα


Σπασμωδικές Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • διαλείπουσα, ακανόνιστη, ακανόνιστο, σποραδικές, παροδική, μεταβλητό, περιστασιακή, απρόβλεπτη, ξαφνική, επαναλαμβανόμενες, σπασμούς, jerky.
Σπασμωδικές Συνώνυμο συνδέσεις: ακανόνιστη, σποραδικές, περιστασιακή, απρόβλεπτη, ξαφνική, επαναλαμβανόμενες, jerky,

Σπασμωδικές Αντώνυμα