σποραδικές Συνώνυμα


Σποραδικές Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εντοπισμένη, απομονωμένες, ενικό, περιορισμένη, ανώμαλος, ενιαία, περιορισμένο, συμπυκνωμένο.
  • σπάνια, η περιστασιακή, παράτυπες, ακανόνιστο, σπασμωδικές, διαλείπουσα, ασυνεχής, ασυνήθιστο, απρόσμενη, απρογραμμάτιστη.
σποραδικές Συνώνυμο συνδέσεις: περιορισμένη, ανώμαλος, σπάνια, παράτυπες, σπασμωδικές, ασυνήθιστο,

σποραδικές Αντώνυμα