Πλένω-Έξω Συνώνυμα


Πλένω-Έξω Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εξαντληθεί, πέρασε, κουρασμένος, καταπονημένα, φθαρμένα, pooped, all in, beat, bushed, tuckered έξω, διαδραματίστηκαν.
  • ξεθωριασμένες, χλωμό, άχρωμο, λιποθυμίας, δημ, λευκασμένα, ωχρός, θαμπό, αποχρωματισμένες.
Πλένω-Έξω Συνώνυμο συνδέσεις: πέρασε, κουρασμένος, pooped, bushed, tuckered έξω, χλωμό, άχρωμο, δημ, λευκασμένα, ωχρός, θαμπό,

Πλένω-Έξω Αντώνυμα