πέρασε Συνώνυμα


Πέρασε Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εξαντληθεί, φθαρμένο, fagged έξω, κουρασμένος, κάνει, κουρασμένο, enervated, εξασθενημένα, beat, bushed, νοκ άουτ.
πέρασε Συνώνυμο συνδέσεις: κουρασμένος, enervated, bushed,

πέρασε Αντώνυμα