Λάκκο Συνώνυμα


Λάκκο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κοιλότητα, τρύπα, ανασκαφή, δική μου, άβυσσο, χάσμα, κρατήρας, λαγούμι, κοίλο, άξονα, καλά.
  • πέτρα, πυρήνα, σπόρων προς σπορά, καρύδι.
Λάκκο Συνώνυμο συνδέσεις: κοιλότητα, τρύπα, ανασκαφή, δική μου, άβυσσο, χάσμα, λαγούμι, κοίλο, άξονα, καλά, πέτρα, πυρήνα,

Λάκκο Αντώνυμα