άβυσσο Συνώνυμα


Άβυσσο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • χάσμα, βάθος, pit, κενό, ανυπαρξία, κενότητα, απειρία, διαβάθμισή, άγνωστο, άγνωστος.
άβυσσο Συνώνυμο συνδέσεις: χάσμα, βάθος, κενό, κενότητα, διαβάθμισή, άγνωστο,