Καπνίζω Συνώνυμα


Καπνίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • εξοντώσουν, απολυμάνετε, απολύμανση, καπνίζουν έξω, αερίου, αποστείρωση, καθαρίσει, καθαρίζει, αποστειρώνουν, εξάτμιση, ατμού.
Καπνίζω Συνώνυμο συνδέσεις: εξοντώσουν, αποστείρωση, καθαρίσει, αποστειρώνουν, εξάτμιση, ατμού,