αποστείρωση Συνώνυμα


Αποστείρωση Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αποστειρώνουν, καθαρίσει, καθαρίστε, απολύμανση, καπνίζω, χυτρών πιέσεως, depurate.
αποστείρωση Συνώνυμο συνδέσεις: αποστειρώνουν, καθαρίσει, καπνίζω,

αποστείρωση Αντώνυμα