Ευρύχωρο Συνώνυμα


Ευρύχωρο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ευρύχωρα, ευρύχωρη, μεγάλο, αρκετά μεγάλη, τεράστια, γενναιόδωρη, άφθονη, ευρεία, ευρύ, εκτεταμένη, ευρύχωρο, άνετο.
  • ευρύχωρο.
Ευρύχωρο Συνώνυμο συνδέσεις: ευρύχωρη, μεγάλο, αρκετά μεγάλη, τεράστια, γενναιόδωρη, άφθονη, ευρεία, εκτεταμένη, ευρύχωρο, άνετο, ευρύχωρο,

Ευρύχωρο Αντώνυμα