Δύσκαμπτος Συνώνυμα


Δύσκαμπτος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • τυπική, βουλωμένη, δυσκαμψία, πομπώδες, σχολαστικός, βαρύς, ξύλινα, αμήχανη, εξεζητημένος, σπούδασε.
Δύσκαμπτος Συνώνυμο συνδέσεις: βουλωμένη, πομπώδες, σχολαστικός, βαρύς, ξύλινα, εξεζητημένος, σπούδασε,

Δύσκαμπτος Αντώνυμα