Διαφυγόντα Συνώνυμα


Διαφυγόντα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αποφασιστική, προηγούμενο, εκ προμελέτης, υπολογιζόμενο, επιδιωκόταν, σταθερό, σετ, αλλοτινή, αδυσώπητη, προορισμένος, αναπόφευκτη, fated, προκαθοριστεί.
Διαφυγόντα Συνώνυμο συνδέσεις: αποφασιστική, προηγούμενο, σταθερό, αδυσώπητη, αναπόφευκτη,

Διαφυγόντα Αντώνυμα