Διακοπή Συνώνυμα
Διακοπή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- απόφραξη, εμπόδιο, διακοπή, αποκοπής, περικοπή, στένωση.
- διαταραχής, παρεμβολές, διακοπή, αναστάτωση, εμπόδιο, αναστολής, διακοπής, ασυνέχεια, καθυστέρηση, διάλειμμα, παύση, διάστημα, εσοχή, σταματήσει, υπόλοιπο.
- καταγγελία.
Διακοπή Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- ενοχλούν, παρεμβαίνει, σπάσει, σταματήσει, στικτή, παρεμβάλλω, παρέμβω, χωρίζουν, εμποδίζουν, τομής, ελέγξτε, αποσύνδεση, κόβω, κομμένα, αναστείλει, διακόψει, καθυστερήσει.