Γυαλιστερό Συνώνυμα


Γυαλιστερό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • λαμπερό, λάμπει, γυαλισμένο, τζάμια, υαλώδη, satiny, μεταξένια, ομαλή.
  • προσχηματικοί, ψευδεπίγραφη, στολίδια, ετικέτες, επιτηδευμένο, κηλίδα, εύλογες, απατηλή, τεχνητά.

Γυαλιστερό Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • εξήγηση, σχολιασμό, ερμηνεία, scholium, υποσημείωση, σημείωση, σχόλιο, σχολιασμός, προσάρτημα, προσθήκη, γλωσσάριο.
  • λάμψη, γυαλάδα, λούστρο, φωτεινότητα, πολωνικά.
  • ομοιότητα, πρόσχημα, πρόσοψη, μέτωπο, αξίωση, εμφάνιση, φενάκη, mien.

Γυαλιστερό Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • παπουτσιών, πολωνικά, furbish, γυαλίζω, βερνίκι.
Γυαλιστερό Συνώνυμο συνδέσεις: λαμπερό, λάμπει, γυαλισμένο, υαλώδη, μεταξένια, ομαλή, προσχηματικοί, ψευδεπίγραφη, στολίδια, επιτηδευμένο, κηλίδα, απατηλή, εξήγηση, ερμηνεία, σημείωση, σχόλιο, προσάρτημα, προσθήκη, γλωσσάριο, λάμψη, γυαλάδα, λούστρο, ομοιότητα, πρόσχημα, πρόσοψη, αξίωση, εμφάνιση, φενάκη, mien, furbish, γυαλίζω,

Γυαλιστερό Αντώνυμα