υαλώδη Συνώνυμα


Υαλώδη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ανέκφραστο, τζάμια, σταθερό, θαμπό, κενή, ηλικία, ανούσιος, όχι εκφραστικός, άψυχο, ηλίθια.
υαλώδη Συνώνυμο συνδέσεις: σταθερό, θαμπό, ηλικία, ανούσιος, άψυχο, ηλίθια,

υαλώδη Αντώνυμα