Γδύνομαι Συνώνυμα


Γδύνομαι Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • γυμνό, γύμνια, ατημέλητη ενδυμασία, εκποίηση, ατημέλητος, αταξία.

Γδύνομαι Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • λουρίδα, ξεντύνονται, βγάζω, να unclothe, αποκαλύψει, unrobe, να πωλήσει, να διαλύσει, φλούδα.
Γδύνομαι Συνώνυμο συνδέσεις: γυμνό, ατημέλητος, αταξία, ξεντύνονται, βγάζω, αποκαλύψει, φλούδα,

Γδύνομαι Αντώνυμα