γυμνό Συνώνυμα


Γυμνό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • γυμνό, unclothed, ακάλυπτα, απογυμνωμένο, ξέντυτος, unclad, απογυμνωθεί, απογυμνώνεται, γυμνά ξεφλουδισμένα, disrobed, au naturel, στις πρώτες, σε βοός.
γυμνό Συνώνυμο συνδέσεις: γυμνό, unclad,

γυμνό Αντώνυμα