Άρρωστος Συνώνυμα
Άρρωστος Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- άρρωστος, αδιαθεσία, κωλύεται, προβληματική, νοσούντων, πλήττονται, ασθενικά, ανθυγιεινά, με προβλήματα όρασης, δεν είναι έγκυρη, αδύναμη.
- κακό, λάθος, άδικο, επιβλαβείς, άτακτος, δυσμενείς, αγενής, δυσμενής, εχθρικό, εχθρική.
Άρρωστος Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- βλάψει, κακό, κακία, διαφθορά, καταστροφή, ατυχία, αναστάτωση, δυστυχία, πρόβλημα, θλίψη, τραυματισμό, βλαμμένος, πόνο.