Περιηγηθείτε σε όλα Συνώνυμα


  • Άτακτο Συνώνυμα: σπασμωδικές, διαλείπουσα, ακανόνιστη, δύσκολος, άνιση, ασυνεχής, σποραδικές, κυμαινόμενες, σπασμένα, διαταραγμένο, παρεκκλίνουσα, ασταθής, μεταβλητή, τρεμοπαίζει.
  • Άτακτος Συνώνυμα: ενοχλητική, ενοχλητική, rascally, διαβολικός, πειράγματα, άτακτος, πονηρός, παιχνιδιάρικο.ζημιογόνες,...
  • Αταξία Συνώνυμα: διαταραχή, ακαταστασία, συνονθύλευμα, ακαταστασία, μπέρδεμα, αγωνίζομαι, αναστατωμένος, σύγχυση, εξάρθρωση, αποδιοργάνωση, αποδιοργάνωση.
  • Ατάραχος Συνώνυμα: αναίσθητος, απαθής, καταπραΰνουν, υποτονική, απαθής, φλεγματικός, ληθαργικός, θαμπό, βοοειδών, απαθής.unexcitable...
  • Ατελείωτες Συνώνυμα: απέραντη, αιώνια, άπειρο, αιώνια, ατέλειωτη, αδιάκοπη, ατέλειωτες, αδιάκοπη, συνεχή, σταθερή, διαρκές,...
  • Ατενίζω Συνώνυμα: κοιτάζω, εξονυχιστικά, χασμουριέμαι, ρολόι, θεωρούν, μούτρα, peer, αντηλιά, ogle, σάρωση, rubberneck, έρευνα, μελέτη, εξετάζει ο.επίμονα, χασμουριέμαι, κοίτα.
  • Ατέρμονα Συνώνυμα: αόριστο, αόριστης, απροσδιόριστο, ασαφής, ασαφής, vague, αβέβαιο, σκοτεινές, αμφισβητήσιμη.
  • Ατημέλητο Συνώνυμα: καταβεβλημένος.
  • Ατημέλητος Συνώνυμα: frowzy.
  • Ατίθαση Συνώνυμα: άγρια.
  • Ατιμία Συνώνυμα: ατιμία, ανυποληψία, ντροπή, δυσφήμιση, ντροπή, σκάνδαλο, όνειδος, shamefulness, κακία, διαφθορά, προστυχιά, κακό,...
  • Άτιμος Συνώνυμα: κατεργάρης, πανούργος, πονηριά, στραβά μάτια, δύσκολο, δόλια, ασυνείδητη, επαίσχυντη.
  • Ατίμωση Συνώνυμα: ντροπή.
  • Ατμομηχανή Συνώνυμα: κινείται, περιπατητικός, motile, κινητά, ταξίδια, να προοδεύει.
  • Ατμόσφαιρα Συνώνυμα: ατμόσφαιρα, αέρα, αύρα, χαρακτήρα, ποιότητα, πνεύμα, ψυχραιμία, τόνος, μυρωδιά, οσμή, χροιά, διάθεση, τενόρος,...
  • Ατμού Συνώνυμα: ενέργεια, δύναμη, σθένος, δύναμη, ταχύτητα, πεπ, με το αυτοκίνητο, άμυλο, vim, ζωτικότητα.υγρασία, ομίχλη, ομίχλη,...
  • Ατολμία Συνώνυμα: συστολή.
  • Άτολμος Συνώνυμα: αμηχανία, chagrined, επαίσχυντες, κοκκίνισμα, αμήχανα, απολογητικός, ταραγμένος στάθηκε, ντροπή, ύπουλος, άβολα,...
  • Ατομικισμός Συνώνυμα: αυτο κατεύθυνση, αυτοδυναμία, εσωτερική κατεύθυνση, ανεξαρτησία, ιδιοτέλεια, εγωκεντρισμό.
  • Ατομικότητα Συνώνυμα: ιδιαιτερότητα, μοναδικότητα, ιδιαιτερότητα, προσωπικότητα, χαρακτήρας, ιδιαιτερότητα, μοναδικότητα, cachet, ιδιοσυγκρασία, πρωτοτυπία.
  • Ατομιστής Συνώνυμα: μη κομφορμιστές, ανεξάρτητη, μοναχικός, εγωιστής, πρωτότυπο, εκκεντρικός, maverick.
  • Άτομο Συνώνυμα: μοναδική, ενιαία, ένα, πέλμα, μοναχικός, μοναχικά, ξεχωριστή.άτομο, όντας, ανθρώπινα, θνητός, ψυχή, πλάσμα,...
  • Ατόμου Συνώνυμα: γιώτα, bit, ιώτα, γουίτ, κομματάκι, σιτάρι, κόκκος, άκαρι, ψίχα, κόκκο, σωματιδίων, κινητό.
  • Άτονα Συνώνυμα: ληθαργικό, υποτονική, είχαν δείξει περιορισμένο ενθουσιασμό, αποθαρρύνονται, οικτρά, αδιάφορος, αργή, ηλίθιος, εξασθενημένα, πέρασε, απαθής, αδιάφορη, αποχαυνωτικά, φλεγματικός, αποθαρρυμένος.
  • Ατονία Συνώνυμα: κόπωση, κατάθλιψη, νωθρότητα, λήθαργο, νωθρότητα, αδράνεια, απάθεια, πλήξη, νωθρότητα, ραθυμία, κόπωση, νάρκωση, αδυναμία.
  • Ατού Συνώνυμα: ξεπεράσει.
  • Άτριχα Συνώνυμα: φαλακρός, κατάλογο, baldpated, απογυμνωμένο, ομαλή, καθαρό-ξυρισμένο, χωρίς γένια, depilitated, glabrous.
  • Ατρόμητος Συνώνυμα: άφοβος, θαρραλέος, ηρωική, γενναία, τολμηρή, ατρόμητος, τολμηρά, stouthearted, ανένδοτος, γενναία, παλληκάρι,...
  • Ατροφία Συνώνυμα: εκφυλίζονται, παρακμή, λιώνω, μαραίνονται, μαραίνονται, ζαρώνουν, emaciate, λιγοστεύουν, συρρικνωθεί, ξεθωριάζει.κηλίδας, εντοπισµένο, πτώση, αποσύνθεση, κατανάλωση, επιδείνωση, αποβλήτων.
  • Άτυπες Συνώνυμα: ανώμαλη.ασυνήθιστο.
  • Άτυπη Συνώνυμα: ανεπίσημη, ανεπίσημος, ακανόνιστη, αντισυμβατικό, casual, χαλαρή, εύκολο, εξοικειωμένοι, αυτοσχέδιος, απλή, δωρεάν, χωρίς περιορισμούς, συνεπάγονται ταυτιστεί, αυθόρμητη.
  • Άτυπου Χαρακτήρα Συνώνυμα: ασυνήθιστο.
  • Ατυχές Συνώνυμα: δυσμενής, δυσμενείς, αντίθετα, ατυχές, άτυχος, ενοχλητικό, ασύμφορη, εξαιτίας, άκαιρη, δύσκολο.οἵαις,...
  • Ατυχή Συνώνυμα: ολέθρια, δύσμοιρο, καταστροφική, καταστρεπτικά, καταστροφικό, καταστροφική, άτυχος, δυστυχισμένος,...
  • Ατυχής Συνώνυμα: άτυχος, ατυχές, γρουσούζικη, καταραμένος, καταραμένο, δύσμοιρο, ολέθρια, αστέρι-διέσχισαν, ατυχής.ατυχές.
  •