Ατενίζω Συνώνυμα


Ατενίζω Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • επίμονα, χασμουριέμαι, κοίτα.

Ατενίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • κοιτάζω, εξονυχιστικά, χασμουριέμαι, ρολόι, θεωρούν, μούτρα, peer, αντηλιά, ogle, σάρωση, rubberneck, έρευνα, μελέτη, εξετάζει ο.
Ατενίζω Συνώνυμο συνδέσεις: χασμουριέμαι, κοιτάζω, χασμουριέμαι, μούτρα, peer, ogle, rubberneck, έρευνα, μελέτη,