υπαιρβαίνω Συνώνυμα


Υπαιρβαίνω Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • δαπάνη, δαπάνες, τιμή, κόστος, εκταμίευση, πληρωμή.

Υπαιρβαίνω Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ξεπερνά, νικησουν, υπερβαίνουν, υπερβαίνει, υπερβαίνω, προσπεράσει, πυροβολήσει μπροστά, αφήνουν πίσω τους, περνούν.
υπαιρβαίνω Συνώνυμο συνδέσεις: δαπάνη, τιμή, εκταμίευση, πληρωμή, νικησουν, υπερβαίνουν, υπερβαίνει, προσπεράσει, περνούν,

υπαιρβαίνω Αντώνυμα