προσπεράσει Συνώνυμα


Προσπεράσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • καλύψει τη διαφορά με, φθάσουν, κέρδος επί, ἰδέα, περνάει, περάσει, ξεπερνά τον, προτρέξει, υπερβαίνουν, ξεπεράσει, νικησουν, αφήνουν πίσω.
προσπεράσει Συνώνυμο συνδέσεις: ἰδέα, περνάει, περάσει, ξεπερνά τον, υπερβαίνουν, ξεπεράσει, νικησουν,