τρέμουλο Συνώνυμα


Τρέμουλο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • τρέμουλο, ανατάραξη, τρόμος, φαρέτρα, ρίγος, σεισμός, αλιευμάτων, διάλειμμα, sob, κελαηδώ, ανατριχιάζω.

Τρέμουλο Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • τρέμουν, κούνημα, φαρέτρα, δονείται, παραπαίουν, διστάσετε, σεισμός, στάζω, ανατριχιάζω, αμφιταλαντεύομαι, τρέμω, ταλαντώνονται, συγκίνηση, πειραχτήρι.
τρέμουλο Συνώνυμο συνδέσεις: τρέμουλο, τρόμος, φαρέτρα, ρίγος, σεισμός, διάλειμμα, sob, κελαηδώ, ανατριχιάζω, τρέμουν, κούνημα, φαρέτρα, δονείται, παραπαίουν, διστάσετε, σεισμός, ανατριχιάζω, τρέμω, συγκίνηση, πειραχτήρι,