διστάσετε Συνώνυμα


Διστάσετε Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • παύση, καθυστέρηση, κολλήσει πίσω, υστέρηση, πισώδη, στασιμότητας, ταλαντεύονται, αμφιταλαντεύομαι, παραπαίουν, δίσταζαν, αποφεύγουν να προβούν, πελάγωνε.
διστάσετε Συνώνυμο συνδέσεις: παύση, καθυστέρηση, υστέρηση, στασιμότητας, ταλαντεύονται, παραπαίουν, αποφεύγουν να προβούν,