στέκι Συνώνυμα


Στέκι Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ησυχαστήριο, σφράγιση του εδάφους, στέκι, τύρφη.
  • θέρετρο.

Στέκι Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • συχνή, κολλάει γύρω, καταλαμβάνουν, βασανίζω, vex, απασχολούν, λεία, βασανίζει, πανούκλα, επαναληφθεί.
στέκι Συνώνυμο συνδέσεις: ησυχαστήριο, στέκι, θέρετρο, καταλαμβάνουν, βασανίζω, απασχολούν, λεία, πανούκλα,