πανούκλα Συνώνυμα


Πανούκλα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ενόχληση, παρασίτων, κόπο, θλίψη, όλεθρος, κατάρα, μάστιγα, σήψη.
  • λοιμός, επιδημία, πανδημία, μάστιγα, υπαπαντής, εστία, παρασίτων, εισροή.

Πανούκλα Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • παρενοχλούν, αγωνία, μαρτυρίου, ο χάρι, ανησυχείτε, ενοχλούν, ενοχλήσει, επιβαρύνουν, βασανίσει, ταλαιπωρούν, πειράζω.
πανούκλα Συνώνυμο συνδέσεις: ενόχληση, παρασίτων, κόπο, θλίψη, όλεθρος, κατάρα, μάστιγα, σήψη, επιδημία, μάστιγα, παρασίτων, αγωνία, μαρτυρίου, ανησυχείτε, ενοχλούν, βασανίσει, ταλαιπωρούν, πειράζω,

πανούκλα Αντώνυμα