ροπή Συνώνυμα


Ροπή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διάθεση, τάση, κλίση, προκατάληψη, κλίνοντας, ιδιοσυγκρασία, foible, αδυναμία, γεύση, μεροληψία, συγγένεια, συμπάθεια, προτίμηση, η κλίση, η προκατάληψη.
ροπή Συνώνυμο συνδέσεις: διάθεση, τάση, κλίση, προκατάληψη, κλίνοντας, ιδιοσυγκρασία, foible, αδυναμία, γεύση, μεροληψία, συγγένεια, προτίμηση,

ροπή Αντώνυμα