κλίνοντας Συνώνυμα


Κλίνοντας Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • κλίση, λοξές, διαγώνια, λοξά, atilt, στραβά, επικλινές, κεκλιμένη, ασύμμετρη, απαρίθμηση, aslant.
κλίνοντας Συνώνυμο συνδέσεις: κλίση, λοξά, στραβά, επικλινές, απαρίθμηση, aslant,

κλίνοντας Αντώνυμα