αδυναμία Συνώνυμα


Αδυναμία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αγάπη, συμπάθεια, τάση, λυγισμένο, γεύση, όρεξη, διάθεση, έλξης, κλίση, προτίμηση, ροπή, συγγένεια, μεροληψίας.
  • αδυναμία, ανικανότητα, unskillfulness, αδεξιότητα.
  • αδυναμία, αστάθεια, λιχουδιά, ατονία, αναπηρίας, ανικανότητα, εκνευρισμός, εξασθένηση, ευπάθεια.
  • αδυναμία, ατονία, εξάντληση, αναπηρίας, frailness, κατάπτωση, εκνευρισμός, εξασθένιση, εξασθένηση, λιχουδιά, invalidism.
  • αδυναμία.
  • αποτυχία, σφάλμα, foible, ακυρώνονται, κατά συνθήκη αδίκημα, αδυναμία, ελάττωμα, κηλίδα, σημείο.
  • ελάττωμα, ατέλεια, αδυναμία, σφάλμα, μειονέκτημα, αναπηρίας, ανεπάρκεια, παραλείποντας, έλλειμμα, έλλειψη, κατά συνθήκη αδίκημα.
αδυναμία Συνώνυμο συνδέσεις: τάση, γεύση, όρεξη, διάθεση, έλξης, κλίση, προτίμηση, ροπή, συγγένεια, αδυναμία, ανικανότητα, αδεξιότητα, αδυναμία, ατονία, αναπηρίας, ανικανότητα, εξασθένηση, αδυναμία, ατονία, εξάντληση, αναπηρίας, κατάπτωση, εξασθένηση, αδυναμία, αποτυχία, σφάλμα, foible, κατά συνθήκη αδίκημα, αδυναμία, ελάττωμα, κηλίδα, σημείο, ελάττωμα, αδυναμία, σφάλμα, μειονέκτημα, αναπηρίας, ανεπάρκεια, παραλείποντας, έλλειμμα, έλλειψη, κατά συνθήκη αδίκημα,

αδυναμία Αντώνυμα