προκατειλημμένος Συνώνυμα


Προκατειλημμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • κίτρινο, ωχρός.
  • παραμορφωμένη, στραβωμένος, στριμμένα, μεροληπτική, μερική, δυσανεξία, θίγεται, ζηλιάρης, πικρή, πικραμένος, εχθρικό, αγανακτισμένοι, πεισματάρης.
προκατειλημμένος Συνώνυμο συνδέσεις: κίτρινο, ωχρός, μερική, δυσανεξία, ζηλιάρης, αγανακτισμένοι, πεισματάρης,

προκατειλημμένος Αντώνυμα