πεισματάρης Συνώνυμα


Πεισματάρης Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • δογματικός, αμφιλεγόμενο, δογματική, στενόμυαλο, στενός, χωρίς λογική, παράλογες, φανατικός, σκληροτράχηλος, αυστηρός, άκαμπτο, άκαμπτη, διαλεκτικός, ισχυρά-minded, σόκορο, πεισματάρης, στενόμυαλη, μην προσμένεις.
  • καθορίζεται, αποφασιστική, ακλόνητη, σειρά, επίμονη, ισχυρογνώμων, pertinacious, ανυποχώρητη, ανένδοτος, ανυποχώρητο, δυσεπίλυτο.
  • μέση, χαμηλά, δυσάρεστη, δυσάρεστες, μην προσμένεις, πεισματάρης, απείθαρχοι, κατσούφης, εκκεντρικός, αγενές, πυρίμαχα, συνεργάσιμα, διεστραμμένη.
  • πεισματάρης, επίμονοι, μην προσμένεις, στενόμυαλη, σκληροτράχηλος, ανυποχώρητη, επίμονη, άκαμπτη, άκαμπτο, επίμονος, ανυποχώρητο, πείσμων.
πεισματάρης Συνώνυμο συνδέσεις: δογματικός, δογματική, στενόμυαλο, φανατικός, σκληροτράχηλος, αυστηρός, διαλεκτικός, ισχυρά-minded, σόκορο, πεισματάρης, στενόμυαλη, μην προσμένεις, αποφασιστική, ακλόνητη, σειρά, επίμονη, ισχυρογνώμων, pertinacious, δυσεπίλυτο, μέση, δυσάρεστη, μην προσμένεις, πεισματάρης, κατσούφης, εκκεντρικός, αγενές, πυρίμαχα, διεστραμμένη, πεισματάρης, μην προσμένεις, στενόμυαλη, σκληροτράχηλος, επίμονη, επίμονος, πείσμων,

πεισματάρης Αντώνυμα