ωχρός Συνώνυμα


Ωχρός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • χλωμό, wan, ωχρός, σταχτί, παχύρρευστες, λευκό, αναιμική, άχρωμο, καταβεβλημένος, συρμένος.
ωχρός Συνώνυμο συνδέσεις: χλωμό, wan, ωχρός, σταχτί, λευκό, αναιμική, άχρωμο, καταβεβλημένος,

ωχρός Αντώνυμα