πείσμων Συνώνυμα


Πείσμων Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • πεισματάρης, ισχυρογνώμων, άκαμπτη, απείθαρχοι, επίμονη, ανθεκτικοί, ακυβέρνητο, δυσεπίλυτο, πυρίμαχα, στενόμυαλη.
  • σκόπιμη, εκ προθέσεως, σχεδιαζόμενου, προγραμματισμένες, σχεδιασμένα, εκ προμελέτης, εθελοντική, προβλεπόμενη, βουλητικός, διάνοιας.
πείσμων Συνώνυμο συνδέσεις: πεισματάρης, ισχυρογνώμων, επίμονη, ακυβέρνητο, δυσεπίλυτο, πυρίμαχα, στενόμυαλη, σκόπιμη, εκ προθέσεως,

πείσμων Αντώνυμα