παρ Συνώνυμα


Παρ Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κακεντρέχεια, δυσαρέσκεια, πικρία, αθλιότητα, ευτέλεια, cattiness, κακία, παρά, κακή θέληση, έχθρα, εμπάθειας, εχθρότητα, μνησικακία, το σπλήνας, bitchiness.

Παρ Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • παρενοχλούν, vex, διώκουν, ενοχλήσει, ματαιώσει, φθονώ, βλάπτει, πληγή, aggrieve, ζαλίζω, τσίμπημα, τσουκνίδα, τίθεται.
παρ Συνώνυμο συνδέσεις: δυσαρέσκεια, πικρία, αθλιότητα, κακία, παρά, εχθρότητα, μνησικακία, το σπλήνας, διώκουν, ματαιώσει, φθονώ, βλάπτει, πληγή, aggrieve, ζαλίζω, τσίμπημα, τσουκνίδα, τίθεται,

παρ Αντώνυμα