παρεμβολή Συνώνυμα


Παρεμβολή Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • διακοπή, παρεμβολή, παρέκβαση, διείσδυση, εισαγωγής, παρένθεση, παρεμπιπτόντως, απόστροφος.
παρεμβολή Συνώνυμο συνδέσεις: διακοπή, παρεμβολή, παρέκβαση, διείσδυση, παρεμπιπτόντως, απόστροφος,