παρεμπιπτόντως Συνώνυμα


Παρεμπιπτόντως Συνώνυμα Επίρρημα μορφή

  • με την ευκαιρία, εν παρόδω, παρενθετικά, επίκαιρος, κατά τύχη, κατά λάθος, συμπτωματικά.
παρεμπιπτόντως Συνώνυμο συνδέσεις: επίκαιρος, κατά τύχη,