κομμένη την ανάσα Συνώνυμα


Κομμένη Την Ανάσα Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • λαχανιάσει, ασθμαίνων, short-winded, λαχάνιασμα, πνιγμού, συριγμός, ασθματική.
  • πρόθυμοι, ένθερμος, άπληστος, έντονο, φλογερός, παθιασμένη, ζήλο, ανυπόμονος, ανήσυχος, ενθουσιασμένος, τεταμένη.
κομμένη την ανάσα Συνώνυμο συνδέσεις: πρόθυμοι, ένθερμος, άπληστος, φλογερός, παθιασμένη, ζήλο, ανυπόμονος, ανήσυχος, ενθουσιασμένος, τεταμένη,

κομμένη την ανάσα Αντώνυμα